- τμηθηναι
- τμηθῆναι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τμηθῆναι — τέμνω cut aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обрѣзанъ — (10) прич. страд. прош. к обрѣзати 1. 1.В 1 знач.: чл҃вци мертви и живи. обрѣзани болшiми частми телесе. (ἠ κρωτηριασμένοι) ГБ XIV, 96г; не въскопану быти [винограднику] ни ѡбрѣзану но быти всѣ(м) на расхыщенье. и на ѡбщее руганье. (μηδὲ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναπότμητος — ἀναπότμητος, ον (Α) αυτός που δεν αποκόπτεται, δεν διαχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν στερ. + ἀποτέμνω, από θ. τμη (πρβλ. τμηθῆναι, τμήσομαι, τέτμημαι)] … Dictionary of Greek
υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον … Dictionary of Greek